κινητούς

κινητούς
κινητός
moving
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • εμύς — (emys). Γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας των εμυδιδών, που περιλαμβάνει τις αποκαλούμενες χελώνες των γλυκών νερών ή νερoχελώνες. Κυριότερα είδη είναι η ε. η λεπρώδης, που ζει στο Αλγέρι και στο Μαρόκο, και η ε. η ιλυόβιος, γνωστή με την… …   Dictionary of Greek

  • μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… …   Dictionary of Greek

  • στέλλα — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα». στέλ(λ)α (II) η, Ν το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας …   Dictionary of Greek

  • χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… …   Dictionary of Greek

  • ψευδογνώμονας — ο, Ν τεχνολ. γωνιόμετρο αποτελούμενο από δύο κινητούς κανόνες για χάραξη γωνιών, κν. φαλτσογωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + γνώμων. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδογνώμων, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • γωνιόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση των γωνιών. Έχουν κατασκευαστεί διάφοροι τύποι γ., ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Για τις γωνίες των στερεών σωμάτων χρησιμοποιούνται γ. που αποτελούνται βασικά από έναν βαθμονομημένο κύκλο (ή ημικύκλιο),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”